- διασύστασις
- διασύστασιςcommendingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διασύστασις — διασύστασις, η (Α) 1. επιβεβαίωση, επικύρωση 2. εισήγηση 3. ορισμός ή εγκατάσταση διαδόχου … Dictionary of Greek
διασύστασιν — διασύστασις commending fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)